σατιρίζω

σατιρίζω
Ν [σάτιρα]
1. ασκώ σε προφορικό λόγο ή σε γραπτό κείμενο, έμμετρο ή πεζό, κριτική με ειρωνική διάθεση και με σκωπτικό τρόπο σε πρόσωπα, φαινόμενα, καταστάσεις, προβάλλοντας και καυτηριάζοντας τα αρνητικά τους σημεία και τους αρνητικούς τους χαρακτήρες, επιδιώκοντας την διόρθωσή τους
2. ειρωνεύομαι, διακωμωδώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σατιρίζω — σατιρίζω, σατίρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σατιρίζω — σατίρισα, σατιρίστηκα, σατιρισμένος, διακωμωδώ πρόσωπα, ιδέες ή καταστάσεις: Ο Λασκαράτος σατίρισε ορισμένους χαρακτήρες και τύπους ανθρώπων στο έργο του «Ιδού ο άνθρωπος» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακωμωδώ — ἀνακωμῳδῶ ( έω) (Α) [κωμῳδῶ] 1. ανεβάζω κωμωδία στη σκηνή, σατιρίζω, εμπαίζω …   Dictionary of Greek

  • διακωμωδώ — (Α διακωμῳδῶ, έω) 1. σατιρίζω κάποιον ή κάτι σε κωμωδία 2. γελοιοποιώ …   Dictionary of Greek

  • ιαμβίζω — ἰαμβίζω (Α, Μ ἰαμβόζω) [ίαμβος] επιτίθεμαι εναντίον κάποιου με ιάμβους, σατιρίζω, σκώπτω, κακολογώ («ἐν τῷ μέτρῳ τούτῳ ἰάμβιζον ἀλλήλους», Αριστοτ.) αρχ. μιλώ σε ιαμβικό μέτρο («παῡε..... ἰαμβίζων», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • κατακωμωδώ — κατακωμῳδῶ, έω (AM) σατιρίζω, περιγελώ …   Dictionary of Greek

  • κωμωδώ — (Α κωμῳδῶ, έω) [κωμωδός] διακωμωδώ, γελοιοποιώ κάποιον («οὐδ ὑμᾱς πεῑσαι... ἀλλ ἐμὲ κωμῳδεῑν βουλόμενος», Λυσ.) αρχ. 1. είμαι συγγραφέας κωμωδίας ή ηθοποιός που παίζει σε κωμωδίες 2. σατιρίζω κάποιον από τη σκηνή τού θεάτρου («ὡς κωμῳδεῑ τὴν… …   Dictionary of Greek

  • προσπαίζω — Α 1. παίζω, αστειεύομαι ή χαριεντίζομαι με κάποιον 2. περιγελώ, περιπαίζω κάποιον 3. σατιρίζω 4. ειρωνεύομαι, σκώπτω, εμπαίζω κάποιον («ἀεὶ σὺ προσπαίζεις, ὦ Σώκρατες, τοὺς ῥήτορας», Πλάτ.) 5. βασανίζω, τυραννώ («προσπαίζειν τὸν ἄρκτον», Αιλ.) 6 …   Dictionary of Greek

  • σατιρισμός — ο, Ν [σατιρίζω] επίκριση με σάτιρα, διακωμώδηση …   Dictionary of Greek

  • σατιριστής — ο, θηλ. σατιρίστρια Ν [σατιρίζω] αυτός που έχει την τάση να σατιρίζει, σατιρικός, σκωπτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”